- Δόλωνες
- Δόλωνflying jibmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δόλωνες — δόλων flying jib masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DOLO — apud Suet. Domit. c. 17. Steph. sinisteriore brachio. velut aegro, lanis fasciisque per aliquot dies, ad avertendam suspicionem obvoluto, ad ipsam horam dolonem interiecit et attonito suffodit inguina, sicae vel pugionis genus est, intra lignum… … Hofmann J. Lexicon universale
δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… … Dictionary of Greek
μπρίκι — Δίστηλο εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο με σταυρωτές κεραίες στους ιστούς. Αντίστοιχο πολεμικό πλοίο ήταν ο «πάρων». Αρχικά δεν υπήρχε καμιά διαφορά μεταξύ των δύο πλοίων, από το 1849 όμως που εμφανίστηκαν «οι διπλοί δόλωνες» που είχαν διάφορες… … Dictionary of Greek
οθονίδα — η [οθόνη] είδος οθόνης, υφάσματος, με το οποίο κατασκευάζονται οι φώσωνες και οι δόλωνες μικρών δρομώνων και τα ιστία για μικρές μπρατσέρες … Dictionary of Greek
ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… … Dictionary of Greek